- νόβος
- νόβος, -α, -ον (Μ)1. καινούργιος, νέος2. το ουδ. ως ουσ. τό νόβονκαθετί το νέο, το καινούργιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. novo < λατ. novus «καινούργιος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Πιαουί — (Piaui). Ομόσπονδη Πολιτεία της κεντροανατολικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Β και συνορεύει με τις ομόσπονδες βραζιλιανές Πολιτείες Μαρανιάν προς τα Δ, Μπαΐα προς τα Ν, Σεαρά και Περναμπούκο στα Α. Έχει έκταση 251.273 τ. χλμ … Dictionary of Greek